Παράνομη και απάνθρωπη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο

Η Διεθνής Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων καταδικάζει την παράνομη και απάνθρωπη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο από την ελληνική κυβέρνηση στα σύνορά της.

Στις 1 Μαρτίου 2020 η ελληνική κυβέρνηση επικαλέστηκε μονομερώς το άρθρο 78.3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) αναγγέλλοντας ότι δεν θα αποδεχτεί νέες αιτήσεις ασύλου για ένα μήνα και ότι αυτοί που επιχειρούν να εισέλθουν παράνομα (στη χώρα) θα στέλνονται πίσω (στην Τουρκία). Αυτά τα μέτρα ήρθαν σαν απάντηση στην αναγγελία της τουρκικής κυβέρνησης δύο μέρες νωρίτερα ότι στο εξής δεν θα απέτρεπε τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την Τουρκία για την Ευρώπη κόντρα στην Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας που υπογράφηκε το Μάρτιο του 2016. Στις 7 Μαρτίου 2020 ο Τούρκος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η Τουρκία θα ξεκινούσε και πάλι τις επιχειρήσεις αποτροπής διέλευσης από το Αιγαίο προς τα ελληνικά νησιά παρότι μέχρι στιγμής αρνείται να κάνει παρόμοιες δηλώσεις σε ό,τι αφορά τα χερσαία σύνορα.

Από την πρώτη αναγγελία (ανοίγματος των συνόρων) από την τουρκική κυβέρνηση στις 29 Φεβρουαρίου 2020, χιλιάδες άνθρωποι επιχείρησαν να περάσουν τα ελληνικά σύνορα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε με την ενίσχυση με αστυνομικές δυνάμεις, Frontex και στρατό των συνόρων της με την Τουρκία και με χρήση δακρυγόνων και πραγματικών πυρών κατά των ανθρώπων που προσπαθούσαν να περάσουν. Η χρήση βίας στα σύνορα έχει ως τώρα στοιχίσει το θάνατο ενός Σύριου που χτυπήθηκε στο κεφάλι (από πλαστική σφαίρα) ενώ προσπαθούσε να περάσει. Αυτοί που πέρασαν στην Ελλάδα από τα χερσαία σύνορα συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για παράνομη είσοδο (στη χώρα). Στα νησιά του Αιγαίου υπήρξαν αναφορές για παράνομες επαναπροωθήσεις από την Ελληνική Ακτοφυλακή. Ο στρατός ξεκίνησε ασκήσεις κατά μήκος των ακτών της Λέσβου με πραγματικά πυρά. Και οι εκατοντάδες άνθρωποι που αφίχθησαν από τη 1 Μαρτίου, ανάμεσά τους πολλά παιδιά και έγκυες γυναίκες, φυλακίστηκαν στα λιμάνια, όπου αφέθηκαν να κοιμούνται στο τσιμέντο ή σε κλούβες της αστυνομίας με περιορισμένη πρόσβαση σε ανθρωπιστικούς φορείς. Αρωγός στη δράση του ελληνικού κράτους στάθηκαν ακροδεξιές ομάδες που έστησαν μπλόκα και περιπολίες στη Λέσβο, στοχοποιώντας και πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον μη Ελλήνων χωρίς να τιμωρηθούν για καμία από τις πράξεις τους.

Τέτοιες είναι οι δράσης του ελληνικού κράτους ώστε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες απηύθυνε έκκληση στις 2 Μαρτίου που αναφέρει τα ακόλουθα:

Ούτε η Σύμβαση του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων ούτε η νομοθεσία της ΕΕ για τους πρόσφυγες παρέχουν νομική αιτιολόγηση για την αναστολή αποδοχής αιτήσεων ασύλου. Το άρθρο 78(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) τέθηκε σε ισχύ από την ελληνική κυβέρνηση μ’ αυτό το σκεπτικό, παρ’ όλα αυτά αυτή η πρόβλεψη επιτρέπει προσωρινά μέτρα που υιοθετούνται από το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Κομισιόν και διαβούλευση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν μια επείγουσα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ξαφνική εισροή υπηκόων τρίτης χώρας, ενώ δεν μπορεί να αναστείλει το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα υποβολής αίτησης ασύλου και την αρχή της μη επαναπροώθησης, τα οποία επίσης τονίζεται στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Τα άτομα που εισέρχονται παράτυπα στο έδαφος ενός Κράτους δεν θα πρέπει επίσης να τιμωρούνται εφόσον παρουσιάζονται χωρίς καθυστέρηση ενώπιον των αρχών και αιτούνται άσυλο.

Παραβιάσεις της Διεθνούς Νομοθεσίας

Δικαίωμα υποβολής αίτησης ασύλου

Η αναστολή της υποδοχής αιτήσεων ασύλου από τη μεριά της Ελλάδας συνιστά ξεκάθαρη παραβίαση του δικαιώματος στο άσυλο. Αυτό το δικαίωμα είναι αναγνωρισμένο από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που λέει ότι «Κάθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά άσυλο και του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες». Αυτό το δικαίωμα αναγνωρίζεται επίσης σε διάφορα εγχώρια νομικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Εγκληματοποίηση της παράτυπης εισόδου

Η συστηματική εγκληματοποίηση των εισερχομένων στην Ελλάδα αιτούντων διεθνούς προστασίας συνιστά κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 31 της Σύμβασης του 1951, που απαγορεύει ρητά στα κράτη να επιβάλλουν «ποινές λόγω παράνομης εισόδου ή παρουσίας, στους πρόσφυγες που… εισέρχονται ή βρίσκονται χωρίς άδεια στην επικράτειά τους.

Αρχή της μη επαναπροώθησης

Τα δρακόντεια μέτρα αποτροπής της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να μην εισέλθουν στη χώρα αιτούντες διεθνούς προστασίας αντιστοιχούν επίσης σε ξεκάθαρες παραβιάσεις της αρχής της μη επαναπροώθησης που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 Σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων. Η αρχή αυτή υπάρχει επίσης σε πολυάριθμες συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει κριθεί ότι απορρέει ανεπιφύλακτα από την υποχρέωση ενός κράτους να σέβεται, να προστατεύει και να πληροί τους όρους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αρχή απαγορεύει στα κράτη να μεταφέρουν ή να αφαιρούν από τους ανθρώπους τη δικαιοδοσία ή τον αποτελεσματικό έλεγχο όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι τα άτομα διατρέχουν τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης με την επιστροφή τους, συμπεριλαμβανομένης της δίωξης, του βασανισμού της κακομεταχείρισης και άλλων σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βρίσκει εφαρμογή για όλα τα πρόσωπα και ανά πάσα στιγμή, ασχέτως υπηκοότητας, εθνικότητας, καθεστώτος μετανάστη ή ανιθαγένειας, είναι μια αρχή που ισχύει άνευ όρων Δεν επιδέχεται εξαίρεσης, απομείωσης ή επιφύλαξης και βρίσκει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που ένα Κράτος ασκεί δικαιοδοσία, συμπεριλαμβανομένου του ετερόδικου de facto ελέγχου.

Απαγόρευση συλλογικής απέλασης 

Η εφαρμογή του απαραβίαστου της υποχρέωσης μη επαναπροώθησης στις κρατικές παρεμβάσεις πέρα από τα σύνορα του κράτους καθιστά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης αποτροπής εισόδου στο έδαφος της παράνομες. Το παράνομο αυτών των επιχειρήσεων ‘push-back’, οι οποίες σκόπιμα αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να προσεγγίζουν μια δεδομένη εδαφική επικράτεια, βασίζεται επίσης στην απαγόρευση συλλογικής απέλασης. Η απαγόρευση συλλογικής απέλασης συνιστά μια στοιχειώδη διαδικαστική διασφάλιση της αρχής της μη επαναπροώθησης απ’ τη στιγμή που ένα κράτος δεν μπορεί να εξασφαλίσει στα επιστρεφόμενα πρόσωπα ότι στο μέρος όπου επιστρέφονται δεν θα τεθούν σε κίνδυνο σε περίπτωση που απελαθούν συλλογικά. Παρά τις κυνικές απόπειρες ανάγνωσης της πρόσφατης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου N.D. and N.T. v. Spain ως παρέχουσας μία εξαίρεση που επιτρέπει τη συλλογική απέλαση σαν μέτρο αντιμετώπισης της «παράνομης» ή «παράτυπης» εισόδου, αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα υπονόμευε ουσιαστικά την ίδια τη σκοπιμότητα της απαγόρευσης των συλλογικών απελάσεων και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η επεξηγηματική μνεία στο Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4 του ΕΔΔΑ αποσαφηνίζει ότι σκοπείται η άνευ όρων εφαρμογή της απαγόρευσης των συλλογικών απελάσεων, όπως κάνει και η προηγούμενη σχετική νομολογία του δικαστηρίου.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε